Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η ενοχοποίηση

См. также в других словарях:

  • ενοχοποίηση — η η επίρριψη σε κάποιον τής ενοχής για αξιόποινη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • ενοχοποίηση — η καταλογισμός ενοχής, η κατηγορία εναντίον κάποιου ως ενόχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… …   Dictionary of Greek

  • γυμνισμός — Φυσιολατρική αντίληψη με πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές προεκτάσεις που δέχεται έναν τρόπο ζωής όπου επικρατεί η κοινή γυμνότητα των σωμάτων. Κατά την αρχαιότητα, στον ελλαδικό χώρο φαίνεται πως τηρούσαν στάση ανεκτική απέναντι στη… …   Dictionary of Greek

  • καταμήνυση — η (AM καταμήνυσις) [καταμηνύω] υποβολή μηνύσεως εναντίον κάποιου, καταγγελία νεοελλ. φρ. (νομ.) «ψευδής καταμήνυση» η αναληθής ενοχοποίηση ενός προσώπου για τέλεση αξιόποινης πράξης ενώπιον δικαστικής αρχής, εν γνώσει τής αναλήθειας τής… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορητικός — ή, ό (Α κατηγορητικός, ή, όν) (νομ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατηγορία, που γίνεται για κατηγορία, για ενοχοποίηση, για μομφή αρχ. (λογ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε (αριστοτελική) κατηγορία ή κατηγόρημα, κατηγορικός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σκηνοθεσία — Το σύνολο διάφορων δραστηριοτήτων, καλλιτεχνικών και τεχνικών, που τείνουν στην πραγμάτωση της δραματικής ατμόσφαιρας ενός θεατρικού κειμένου. Στην κλασική αρχαιότητα και στο μεσαιωνικό θέατρο καθήκοντα σκηνοθέτη ασκούσαν οι συγγραφείς. Από το… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορία — η 1. ενοχοποίηση: Άκουσα πολλές κατηγορίες εναντίονμου. 2. σύνολο πολλών όντων ή πραγμάτων ομοιογενών, τάξη, συνομοταξία: Το κουρείο αυτό είναι πρώτης κατηγορίας. 3. στη φιλοσοφία, βασική ενέργεια του νου που δεν μπορεί να αναλυθεί πιο πέρα σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκηνοθεσία — η 1. η τέχνη της καλλιτεχνικής απόδοσης ενός έργου στο θέατρο, τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση: Το έργο αυτό πήρε βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας. 2. τέχνασμα προς εξαπάτηση ή ενοχοποίηση κάποιου: Δεν μπόρεσε ο κατηγορούμενος να αντιληφτεί τη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκηνοθετώ — σκηνοθέτησα, σκηνοθετήθηκα, σκηνοθετημένος 1. ανεβάζω στη σκηνή θεατρικό έργο ή γυρίζω κινηματογραφική ταινία ή τηλεοπτικό έργο, διδάσκω τον τρόπο ερμηνείας του έργου: Η ταινία «Ιβάν ο Tρομερός» σκηνοθετήθηκε από τον Αϊζενστάιν. 2. καταφεύγω σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»